καλλιπέτηλος

καλλιπέτηλος
καλλιπέτηλος
with beautiful leaves
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλλιπέτηλος — καλλιπέτηλος, ον (Α) (για άνθος) αυτό που έχει ωραία πέταλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. αβρο πέτηλος, λευκο πέτηλος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιπέτηλον — καλλιπέτηλος with beautiful leaves masc/fem acc sg καλλιπέτηλος with beautiful leaves neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιπέτηλα — καλλιπέτηλος with beautiful leaves neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • τριπέτηλος — ον, Α 1. αυτός που έχει τρία πέταλα ή τρία φύλλα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριπέτηλον το τριφύλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. καλλιπέτηλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”